- γαργάρισμα
- το1. η γαργάρα.2. το κελάρυσμα: Το γαργάρισμα του νερού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαργάρισμα — το [γαργαρίζω] 1. ο γαργαρισμός* 2. το κελάρυσμα τού νερού … Dictionary of Greek
gargarismo — (Del gr. gargarismos.) ► sustantivo masculino 1 Acción de hacer gárgaras. 2 FARMACIA Medicamento líquido usado para hacer gárgaras. SINÓNIMO colutorio * * * gargarismo (del lat. «gargarisma», del sup. gr. «gargárisma») 1 (pl.) m. Gárgaras. 2… … Enciclopedia Universal
κελάρυσμα — το (Α κελάρυσμα) [κελαρύζω] 1. ο ήχος τον οποίο κάνει το νερό που αναβλύζει ή τρέχει, μουρμουρητό, γαργάρισμα 2. κάθε ήχος παρόμοιος με τον ήχο τού νερού που αναβλύζει ή τρέχει … Dictionary of Greek
gargarismo — (Del lat. gargarisma, y este del gr. *γαργάρισμα). 1. m. Acción de gargarizar. 2. Licor que sirve para hacer gárgaras … Diccionario de la lengua española